- μυλωνικός
- μυλωνικός, ή, όν (μυλών) belonging to the mill-house μ. λίθος millstone Mk 9:42 v.l., prob. a correction arising from a misread μύλο(ς) ὀνικός (μ. as subst. is found Mitt-Wilck. I/2, 323, 7 [II A.D.]; BGU 1900, 1; 12 al.).—DELG s.v. μύλη A6.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.